- αιλουροτίγρης
- Βλ. λ. γατόπαρδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
γατόπαρδος — Την ονομασία αυτή έχουν δύο είδη αιλουροειδών, ένα αφρικανικό και ένα αμερικανικό, που είναι γνωστό και ως αιλουροτίγρης. Ο αμερικανικός γ. έχει μήκος περίπου 1,40 μ. μαζί με την ουρά. Το σώμα του είναι δυνατό και ευκίνητο, τα πόδια του είναι… … Dictionary of Greek